- δικαιώνω
- και δικιώνω (AM δικαιῶ, -όω- Μ και δικαιώνω) [δίκαιος]1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο2. δικαιολογώ, υπερασπίζω3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω4. απαλλάσσω από κατηγορία5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίεςνεοελλ.παθ.1. δικαιώνομαιεκ τών υστέρων αποδεικνύεται ότι ήταν σωστές οι προβλέψεις μου2. δικαιούμαιέχω νόμιμο δικαίωμααρχ.1. νομίζω κατάλληλο, έχω αξίωση, απαιτώ κάτι ως δίκαιο2. συναινώ, επιτρέπω3. καταδικάζω4. κολάζω, τιμωρώ5. εκφέρω κρίση6. μέσ. απονέμω δικαιοσύνη7. παθ. βρίσκω το δίκιο μου.
Dictionary of Greek. 2013.